ακινητοποιώ — ακινητοποιώ, ακινητοποίησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ακινητοποιώ, ακινητοποιούμαι : σπάνια χρησιμοποιείται και ο τύπος ακινητώ (βλ. πίν. 73 , μόνο στον ενεστ.) με την έννοια ακινητοποιώ κάτι ή ακινητοποιούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακινητοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αναγκάζω κάτι να μείνει ακίνητο: Το λάθος τους ήταν ότι ακινητοποίησαν τις καλύτερες δυνάμεις τους. 2. (στο εμπόριο), μετατρέπω τα κεφάλαια σε ακίνητες αξίες (κτήματα): Μερικές επιχειρήσεις ακινητοποίησαν μέρος από τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακινητοποίηση — η [ακινητοποιώ] το να καθιστά κανείς κάποιον ή κάτι ακίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακινητοποιώ η λ. ως όρος ιατρικός, οικονομικός ή στρατιωτικός πιθανώς να είναι απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immobilization] … Dictionary of Greek
ακινητοποιούμαι — ακινητοποιούμαι, ακινητοποιήθηκα, ακινητοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 Σημειώσεις: ακινητοποιώ, ακινητοποιούμαι : σπάνια χρησιμοποιείται και ο τύπος ακινητώ (βλ. πίν. 73 , μόνο στον ενεστ.) με την έννοια ακινητοποιώ κάτι ή ακινητοποιούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ακινητοποίητος — η, ο [ακινητοποιώ] αυτός που δεν κινητοποιήθηκε, που δεν τέθηκε σε κίνηση, ο ακίνητος … Dictionary of Greek
ακινητοποιημένος — η, ο μετοχή παθητικού παρακειμένου τού ακινητοποιώ* … Dictionary of Greek
ακινητώ — ησα 1. αμτβ., είμαι ακίνητος: Εκείνη την ώρα οι μηχανές ακινητούσαν. 2. μτβ., κάνω κάτι να μην κινείται, ακινητοποιώ: Ακινήτησε το όχημα κι έσβησε τη μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μποτιλιάρω — μποτιλιάρισα, μποτιλιαρίστηκα, μποτιλιαρισμένος 1. γεμίζω μπουκάλι με υγρό, εμφιαλώνω: Παραγγείλαμε κρασί μποτιλιαρισμένο. 2. μτφ., ακινητοποιώ πλοίο μέσα σε λιμάνι φράζοντας το στόμιό του ή αυτοκίνητο εξαιτίας συνωστισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)